- αιματοκρίτης
- Όρος που δηλώνει την κατ’ όγκο σχέση των έμμορφων στοιχείων του αίματος προς το πλάσμα του και εκφράζεται σε επί τοις εκατό αναλογία ανά κ. εκ. αίματος. Επειδή τα έμμορφα στοιχεία του αίματος, όταν εκτιμούνται σε όγκο, αντιπροσωπεύονται σχεδόν αποκλειστικά από τα ερυθρά αιμοσφαίρια, μπορούμε να πούμε ότι με τον α. υπολογίζουμε έμμεσα αλλά με μεγάλη ακρίβεια και τον αριθμό των ερυθρών αιμοσφαιρίων του αίματος.
Μετά από φυγοκέντριση ποσότητας αίματος, σχηματίζονται τρεις στιβάδες. Η κάτω που περιέχει τα λευκά αιμοσφαίρια και τα αιμοπετάλια και η επάνω που περιέχει το πλάσμα. Σε φυσιολογικά άτομα η μέση στιβάδα είναι σχεδόν ανύπαρκτη, οι τιμές δε της κάτω στιβάδας, που είναι ο α., κυμαίνονται στους μεν άντρες μεταξύ 42-50%, στις δε γυναίκες μεταξύ 37-45%. Αύξηση του α. έχουμε σε περιπτώσεις αιμοσυμπύκνωσης και πολυκυτταραιμίας, ενώ ελάττωση έχουμε σε περιπτώσεις αναιμίας.
* * *ο Ιατρ.η εκατοστιαία αναλογία τού όγκου τών ερυθρών αιμοσφαιρίων (για την ακρίβεια όλων τών έμμορφων στοιχείων) στο ολικό αίμα, ανερχόμενη σε 40 έως 50% στους άντρες και σε 37 έως 45% στις γυναίκες.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αίμα, -ατος + κριτής, πρβλ. αγγλ. hematocrit].
Dictionary of Greek. 2013.